ἐθελοντήρ

ἐθελοντής

ἐθελοντί
ἐθελοντής, οῦ, adj. m. c. le préc. Hdt. 5, 110 ; 9, 26, etc. ; Thc. 1, 60 ; 2, 96 ; 3, 20 ; Xén. Hell. 5, 3, 9 ; Dém. 247, 24.