ἐθελοπονία

ἐθελόπονος

ἐθελόπορνος
ἐθελό·πονος, ος, ον, qui travaille avec bonne volonté, laborieux, Xén. Cyr. 2, 1, 22 ; El. N.A. 4, 43.
Étym. ἐθέλω, πόνος.