ἐθικός

ἔθιμος

ἐθίμως
ἔθιμος, ος, ον, accoutumé, habituel, DC. Exc. 577, 43 ; Ath. 151e ; τὸ ἔθιμον, Dysc. Synt. 77, 26, l’usage.
Étym. ἔθος.