Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἐτνήρυσις
ἐτνίτης ἄρτος
ἐτνοδόνος
ἐτνίτης ἄρτος
(
ὁ
) [
ῑ
]
c.
λεκιθίτης,
Ath.
111
b
,
114
b
.
Étym.
ἔτνος
.