ἐτυμηγόρος

ἐτυμόδρυς

ἐτυμόθροος
ἐτυμό·δρυς, υος () [ῠμῡς, ῠο] chêne franc, arbre, Th. H.P. 3, 8, 2.
Étym. ἔ. δρῦς.