ἐτυμηγορέω-ῶ

ἐτυμηγορία

ἐτυμηγόρος
ἐτυμηγορία, ας () [] action de dire la vérité, Procl. Plat. Crat. (Bkk. p. 1376).
Étym. ἐτυμηγόρος.