Εὔα

εὐαγγέλια

εὐαγγελίζω
εὐαγγέλια, ας () bonne nouvelle, Spt. 2 Reg. 18, 20 et 27 ; 4, 7, 9 ; Jos. A.J. 18, 6, 10.
Étym. εὐάγγελος.