εὐαφέως

εὐαφήγητος

εὐαφής
εὐ·αφήγητος, ος, ον [] facile à exposer, à décrire, DC. 42, 26 ||
E Ion. εὐαπήγητος, Hdt. 7, 63.
Étym. εὖ, ἀφηγέομαι.