Εὔαρχος

εὐάς

εὔασμα
εὐάς, άδος ()
1 bacchante (litt. qui crie εὐαί) Orph. H. 48, 1 ; Philstr. Im. p. 793 ||
2 adj. de bacchante, Nonn. D. 19, 108.
Étym. εὐαί.