εὐάστειρα

εὐάστερος

εὐαστήρ
εὐ·άστερος, ος, ον :
1 semé d’astres brillants, Arat. 237 ||
2 brillant (astre) Orph. Arg. 8, 3.
Étym. εὖ, ἀστήρ.