εὐαυγής

εὐαυξής

εὐαφαίρετος
εὐ·αυξής, ής, ές, qui pousse vite ou facilement, Arstt. H.A. 1, 13, 4 ; Th. H.P. 3, 6, 1 ||
Cp. -έστερος, Arstt. P.A. 3, 12 ; sup. -έστατος, Th. l. c.
Étym. εὖ, αὐξάνω.