εὐάχητος

εὐϐάστακτος

Εὐϐάτας
εὐ·ϐάστακτος, ος, ον :
1 facile à porter, Hdt. 2, 125 ||
2 facile à supporter, Hpc. Fract. 772 ; fig. Arstt. Rhet. 1, 12, 34 ; Pol. 1, 9, 8.
Étym. εὖ, βαστάζω.