Εὔϐιος

εὐϐίοτος

Εὐϐίοτος
εὐ·ϐίοτος, ος, ον :
1 qui se procure aisément de quoi vivre, Arstt. H.A. 9, 1, 23 ||
2 qui vit bien, vertueux, DC. 52, 39.
Étym. εὖ, βίοτος.