εὐϐλαστία

εὔϐλαστος

εὐϐλέφαρος
εὔ·ϐλαστος, ος, ον :
1 c. εὐϐλαστής 1, Phil. 2, 56 ||
2 c. εὐϐλαστής 2, Th. C.P. 2, 8, 2.
Étym. εὖ, βλαστάνω.