Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
εὐχαρίστως
εὐχάριτος
εὐχάροπος
εὐ·χάριτος,
ος, ον
[
ᾰῐ
] agréable,
Arstt.
H.A.
8, 3
||
Cp.
-ιτώτερος,
El.
N.A.
1, 59 ;
sup.
-ιτώτατος,
App.
Civ.
2, 26
(
conj.
-ιστότατος
).
Étym.
εὖ, χάρις
.