εὔδειπνος

εὔδενδρος

εὐδερκής
εὔ·δενδρος, ος, ον, planté de beaux arbres, ou couvert d’arbres, Pd. O. 8, 9 ; P. 4, 74 ; N. 11, 25 ; Eur. I.T. 134 ; Str. 100 ||
Sup. -ότατος, Hpc. 288, 49.
Étym. εὖ, δένδρον.