εὐδιαϐόητος

εὐδιάϐολος

εὐδιαϐόλως
εὐ·διάϐολος, ος, ον [] qu’il est facile d’interpréter à mal, Plat. Leg. 944b, etc. ; Arstt. Rhet. 1, 12.
Étym. εὖ, διαϐάλλω.