Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
εὐδιάσειστος
εὐδιασκέδαστος
εὐδιάσπαστος
εὐ·διασκέδαστος,
ος, ον,
facile à dissiper,
Stob.
Ecl. eth.
p. 420
.
Étym.
εὖ, διασκεδάννυμι
.