εὐδινής

εὐδίνητος

εὐδινός
εὐ·δίνητος, ος, ον []
1 qui tourne aisément, Anth. 6, 205 ||
2 bien tourné, bien arrondi, Nonn. D. 6, 109.
Étym. εὖ, δινέω.