εὐδοκητός

εὐδοκία

Εὐδοκία
εὐδοκία, ας () bonne volonté, Spt. Ps. 5, 13, etc. ; NT. Luc. 2, 14 ; 2 Cor. 5, 8, etc.
Étym. εὐδοκέω.