εὐείκαστος

εὔεικτος

εὔειλος
εὔ·εικτος, ος, ον, qui cède facilement, docile, A. Aphr. Probl. 2, 23 ; DC. 69, 20 ||
Cp. -ότερος, Sch.-Orib. p. 121 Mai.
Étym. εὖ, εἴκω.