εὐέκκαυτος

εὐέκκριτος

εὐέκπλυτος
εὐ·έκκριτος, ος, ον [] facile à sécréter, à évacuer, Xénocr. Al. 33 ; Diosc. 2, 11 ; Gal. 6, 316d ||
Cp. -ώτερος, Ath. 62e.
Étym. εὖ, ἐκκρίνω.