εὐεπαίσθητος

εὐεπακολούθητος

εὐεπανόρθωτος
εὐ·επακολούθητος, ος, ον [] facile à suivre, en parl. d’un raisonnement, Arstt. Rhet. 1, 2, 13.
Étym. εὖ, ἐπακολουθέω.