εὐεπής

εὐεπίϐατος

εὐεπίϐολος
εὐ·επίϐατος, ος, ον [] facile à gravir, à escalader, Str. 234 ; App. Civ. 5, 82 ; fig. Luc. Cal. 19.
Étym. εὖ, ἐπιϐαίνω.