εὐεπιφόρως

εὐεπιχείρητος

εὐεπιχειρήτως
εὐ·επιχείρητος, ος, ον :
1 pass. facile à attaquer, à entreprendre, Arstt. An. pr. 1, 26, 1 ; Top. 2, 4 ||
2 act. dispos, actif, DL. 4, 30 ||
Cp. -ότερος, Arstt. l. c.
Étym. εὖ, ἐπιχειρέω.