εὐεπιθέτως

εὐεπιλόγιστος

εὐεπίμικτος
εὐ·επιλόγιστος, ος, ον, facile à calculer, Gal. 8, 591 ; Sext. M. 1, 297 ; 7, 75.
Étym. εὖ, ἐπιλογίζομαι.