εὐεπηϐόλως

εὐεπηρέαστος

εὐεπής
εὐ·επηρέαστος, ος, ον, facile à endommager, Gal. 6, 159 ||
Sup. -ότατος, Arr. Epict. 4, 1, 11 conj.
Étym. εὖ, ἐπηρεάζω.