Εὐετίων

εὐεύρετος

εὐέφικτος
εὐ·εύρετος, ος, ον, facile à trouver, Xén. Mem. 3, 1, 10 conj. ; Œc. 8, 17.
Étym. εὖ, εὑρίσκω.