εὖγε

εὔγειος

εὐγένεια
εὔ·γειος, ος, ον, au sol fertile, Th. H.P. 4, 11, 1 ; Str. 311, 545 ; DS. 5, 40 ; Geop. 2, 21, 1 ; ἡ εὔγ. (s. e. χώρα) Th. C.P. 5, 13, 2, terre fertile ||
Cp. -ότερος, Th. H.P. 9, 16, 2.
Étym. εὖ, γῆ.