εὐγλάγετος

εὐγλαγής

εὔγλαγος
εὐ·γλαγής, ής, ές [] c. le préc. Nic. Th. 617 ||
E Poét. ἐϋγλαγής, Q. Sm. 13, 260.
Étym. εὖ, γάλα.