εὖγμαι

εὔγναμπτος

εὔγναπτος
εὔ·γναμπτος, ος, ον, artistement courbé, bien arrondi, A. Rh. 3, 833 ; Opp. H. 5, 498, etc. ||
E Épq. ἐΰγν. Od. 18, 294.
Étym. εὖ, γνάμπτω.