εὐϊάς

εὐΐατος

εὔϊδρος
εὐ·ΐατος, ος, ον [ῑᾱ] facile à guérir, Th. H.P. 5, 4, 5 ||
Cp. -ότερος (fém. ion. εὐϊητοτέρη) Hpc. 790 ; Xén. Eq. 4, 2 ; Arstt. Nic. 7, 3 et 11 ||
E Ion. εὐΐητος, au cp. (v. ci-dessus).
Étym. εὖ, ἰάομαι.