εὔκουρος

εὐκόχωνος

εὐκραδίη
εὐ·κόχωνος, ος, ον, aux hanches fortes, Stob. Ecl. phys. p. 992 (εὐκοχωνέστεροι Mein.).
Étym. εὖ, κοχώνη.