εὐλάχανος

εὐλέαντος

εὔλειμος
εὐ·λέαντος, ος, ον, facile à concasser, à broyer, Arstt. P.A. 3, 14, 10 ; Xénocr. Al. 42 ||
Cp. -ότερος, Méd. p. 300 Matthäi.
Étym. εὖ, λεαίνω.