εὐμηχάνημα

εὐμηχανία

εὐμήχανος
εὐμηχανία, ας () [ᾰν] habileté inventive, industrie, Plut. Tim. 16 ; Luc. Phal. 1, 12 ||
E Dor. εὐμαχ- [] Pd. I. 3, 20.
Étym. εὐμήχανος.