εὐνουχιστέον

εὐνουχοειδής

εὐνοῦχος
εὐνουχο·ειδής, ής, ές, semblable à un eunuque, impuissant, Hpc. Aër. 293, au sup. -έστατος.
Étym. εὐνοῦχος, εἶδος.