εὐοιώνιστος

εὔολϐος

εὐολίσθητος
εὔ·ολϐος, ος, ον, très heureux, Eur. I.T. 189 ; Orph. H. 9, 29, etc. Man. 2, 238, etc.
Étym. εὖ, ὄλϐος.