εὐπάλαιστος

εὐπάλαιστρος

εὐπάλαμος
εὐ·πάλαιστρος, ος, ον [] exercé à la palestre, d’où fig. souple dans l’argumentation, Lgn 34, 2.
Étym. εὖ, παλαίστρα.