εὐπαράπλοος-ους

εὐπαρατύπωτος

εὐπαραχώρητος
εὐ·παρατύπωτος, ος, ον [] facile à égarer par de fausses impressions, M. Ant. 5, 33.
Étym. εὖ, παρατυπόω.