εὐπάροχος

εὐπαρρησίαστος

εὐπάρυφος
*εὐ·παρρησίαστος, ος, ον, qui parle avec une entière franchise ou confiance, Nyss. 3, 744 b Migne.
Étym. εὖ, παρρησιάζομαι.