εὐπέδιος

εὐπείθεια

εὐπειθέω-ῶ
εὐπείθεια, ας () docilité, T. Locr. 104b ; Str. 312 ; Plut. Dio. 4, etc. ; Spt. 4 Macc. 5, 16.
Étym. εὐπειθής.