εὐπέπαντος

εὔπεπλος

εὐπεπτέω-ῶ
εὔ·πεπλος, ος, ον, au beau voile, Il. 5, 424 ; 6, 372, 378 ; Od. 6, 49 ; 21, 60 ; Hés. Th. 273 ; Thcr. Idyl. 7, 32.
Étym. εὖ, πέπλος.