εὐπεριάγωγος

εὐπεριαίρετος

εὐπερίϐλεπτος
εὐ·περιαίρετος, ος, ον, facile à enlever tout autour, Th. H.P. 5, 1, 1.
Étym. εὖ, περιαιρέω.