εὐπεριγράφως

εὐπερίδρακτος

εὐπερίθραυστος
εὐ·περίδρακτος, ος, ον, facile à embrasser, à comprendre, Aét. (Epiph. 2, 536 Migne).
Étym. εὖ, περιδράσσομαι.