εὐπερίγραπτος

εὐπερίγραφος

εὐπεριγράφως
εὐ·περίγραφος, ος, ον []
1 bien circonscrit, de grandeur ou de forme convenable, Luc. Am. 14, Dom. 7 ; El. N.A. 10, 13 ||
2 facile à circonscrire, Str. 78, 210.
Étym. εὖ, περιγράφω.