εὐπερίθραυστος

εὐπερικάλυπτος

εὐπερίκοπτος
εὐ·περικάλυπτος, ος, ον [] facile à envelopper, à cacher, Poèt. (Stob. Fl. 105, 51).
Étym. εὖ, περικαλύπτω.