εὐπερίκοπτος

εὐπερίληπτος

εὐπερίοπτος
εὐ·περίληπτος, ος, ον, facile à embrasser, à saisir, Porph. Abst. 3, 4 ; fig. Pol. 7, 7, 6.
Étym. εὖ, περιλαμϐάνω.