εὐπερίστολος

εὐπερίτρεπτος

εὐπερίφωρος
εὐ·περίτρεπτος, ος, ον :
1 facile à détourner, Ath. 155e ||
2 fig. facile à réfuter, Luc. J. tr. 50.
Étym. εὖ, περιτρέπω.