εὐφαρέτρας

εὐφάρμακος

εὐφέγγεια
εὐ·φάρμακος, ος, ον [μᾰ] qui produit des plantes médicinales, Th. H.P. 9, 10, 3.
Étym. εὖ, φάρμακον.