εὐφέγγεια

εὐφεγγής

εὐφεροσύνη
εὐ·φεγγής, ής, ές, très brillant, Eschl. Pers. 387 ; A. Rh. 3, 1195 ; Plut. M. 161e ; τὸ εὐφεγγές, Luc. Hipp. 8, lumière brillante.
Étym. εὖ, φέγγος.